- θαυμαστός
- -ή, -ό (AM θαυμαστός, Μ και θαμαστός, Α ιων. τ. θωμαστός, -ή, -όν) [θαυμάζω]αυτός που προκαλεί τον θαυμασμό, αξιοθαύμαστος, θαυμάσιος, εξαίρετος (α. «κατορθώματά τε θαυμαστὰ πραχθέντα ἔξ ἐκείνων», Διγεν.Ακρ.β. «ἔργα μεγάλα τε καὶ θωμαστά», Ηρόδ.γ. «θαυμαστός πατήρ», Πίνδ.)μσν.1. μτφ. δυσβάστακτος2. το αρσ. ως ουσ. μτφ. ό θαυμαστόςο γίγαντας3. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τά θαυμαστάα) αξιοθαύμαστες πράξεις, κατορθώματαβ) αξιοθέαταμσν.-αρχ.αυτός που δημιουργεί απορίες, παράξενος ή παράλογος, πρωτοφανής («θαυμαστά καὶ γελοῑα», Πλάτ.)αρχ.αξιολάτρευτος («οὐδείς μ' ἀρέσκει νυκτὶ θαυμαστὸς θεῶν», Ευρ.).επίρρ...θαυμαστώς και θαυμαστά (AM θαυμαστῶς και θαυμαστά)με τρόπο θαυμαστό, αξιοθαύμαστα, υπέροχα, εκπληκτικά.
Dictionary of Greek. 2013.